Λερναίος

Λερναίος
-α, -ο (AM Λερναῑος, -αία, -ον, Α θηλ. και -ος) [Λέρνα]
1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τη Λέρνα
2. φρ. «Λερναία ύδρα» — μυθικό τέρας με εννιά κεφάλια που ζούσε στα έλη τής Λέρνας και το οποίο εξοντώθηκε από τον Ηρακλή
νεοελλ.
1. (το θηλ. ως προσηγορικό) ζωολ. η λερναία
γένος κωπήποδων καρκινοειδών τής οικογένειας lernaeidae, παράσιτο διαφόρων θαλάσσιων ψαριών
2. φρ. μτφ. «Λερναία ύδρα» — κακό από το οποίο δύσκολα απαλλάσσεται κάποιος
αρχ.
φρ. «Λερναία χολή» — λεγόταν σε περιπτώσεις μεγάλης μοχθηρίας και οργής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Λερναῖος — Λέρνα masc nom sg Λέρνα masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λερναία — Λερναί̱ᾱ , Λέρνα fem nom/voc/acc dual Λερναί̱ᾱ , Λέρνα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Λερναίᾱ , Λερναῖος fem nom/voc/acc dual Λερναίᾱ , Λερναῖος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λερναίας — Λερναί̱ᾱς , Λέρνα fem acc pl Λερναί̱ᾱς , Λέρνα fem gen sg (attic doric aeolic) Λερναίᾱς , Λερναῖος fem acc pl Λερναίᾱς , Λερναῖος fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λερναίων — Λερναί̱ων , Λέρνα fem gen pl Λερναί̱ων , Λέρνα masc/neut gen pl Λερναί̱ων , Λέρνα masc/fem/neut gen pl Λερναῖος fem gen pl Λερναῖος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λερναία — Αρχαιοελληνική μυστηριακή γιορτή, την οποία τελούσαν στη Λέρνα (βλ. λ.) προς τιμήν της Δήμητρας και του Διόνυσου. Σύμφωνα με τον Παυσανία, στη περιοχή αυτή, κοντά στον Ερασίνο ποταμό, υπήρχε λίθινος περίβολος από τον οποίο πραγματοποιήθηκε,… …   Dictionary of Greek

  • λερναίικος — λερναίικος, η, ον (Μ) [Λερναίος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Λερναίους …   Dictionary of Greek

  • λερναιόκερα — τα ζωολ. γένος κωπήποδων καρκινοειδών τής οικογένειας lernaeidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lerneocere < lernee (< λερναῖος < Λέρνη) + cere (< κέρας)] …   Dictionary of Greek

  • ύδρα — Γένος κοιλεντερόζωων υδρόζωων, της οικογένειας των Υδριδών. Αριθμεί δεκαπέντε περίπου είδη, που ζουν στα γλυκά νερά. Η ύ. έχει τη μορφή μικρού κυλινδρικού ασκού, στην κορυφή του οποίου υπάρχει το στόμα, που περιβάλλεται από αριθμό μακρών και… …   Dictionary of Greek

  • Λερναίαι — Λερναί̱ᾱͅ , Λέρνα fem dat sg (attic doric aeolic) Λερναίᾱͅ , Λερναῖος fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λερναίαν — Λερναί̱ᾱν , Λέρνα fem acc sg (attic doric aeolic) Λερναίᾱν , Λερναῖος fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”